παλληκαρήσιος

παλληκαρήσιος
και παληκαρήσιος και παλικαρήσιος, -α, -ο
1. αυτός που αρμόζει σε παληκάρι, αντρίκιος, τολμηρός, γενναίος
2. ευθυτενής, υπερήφανος, λεβέντικος («έχει περπάτημα παληκαρήσιο»).
επίρρ...
παλληκαρήσια και παληκαρήσια και παλικαρήσια
1. με τρόπο που αρμόζει σε παληκάρι, με τόλμη, αντρίκια
2. ευθυτενώς, στητά, λεβέντικα («περπατώ παληκαρήσια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλληκάρι* + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. σπιτ-ήσιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παληκαρήσιος — α, ο βλ. παλληκαρήσιος …   Dictionary of Greek

  • παλικαρήσιος — α, ο βλ. παλληκαρήσιος …   Dictionary of Greek

  • παλληκαρίστικος — και παληκαρίστικος και παλικαρίστικος, η, ο παλληκαρήσιος, γενναίος, τολμηρός, αντρίκιος. επίρρ... παλληκαρίστικα και παληκαρίστικα και παλικαρίστικα όπως αρμόζει σε παληκάρι, με παληκαρίστικο τρόπο, παληκαρήσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλληκάρι* + κατάλ …   Dictionary of Greek

  • παλληκαριάτικος — και παληκαριάτικος και παλικαριάτικος, η, ο 1. παλληκαρήσιος 2. το ουδ. ως ουσ. το παλ(λ)ηκαριάτικο και παλικαριάτικο προγαμιαία δωρεά που έδινε εθιμικά μια χήρα, όταν επρόκειτο να ξαναπαντρευτεί, στον νεαρό μνηστήρα της, αλλ. αγριλίκι 3. (το ουδ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”